-
1 βιαστικός
[виастикос] εκ. спешный, поспешный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βιαστικός
-
2 поспешный
поспешный 1) βιαστικός 2) (неосмотрительный ) απρόσεχτος* * *1) βιαστικός2) ( неосмотрительный) απρόσεχτος -
3 спешный
-
4 срочный
-
5 торопливый
торопли́в||ыйприл1. βιαστικός, ἐσπευσμένος:\торопливыйые движения οἱ βιαστικές κινήσεις· \торопливыйые шаги τά βιαστικά (или τά γοργά) βήματα·2. (быстрый, поспешный) γρήγορος, βιαστικός:\торопливыйый отъезд ἡ βιαστική ἀναχώρηση. -
6 торопливый
επ., βρ: -лив, -а, -оβιαστικός• γρήγορος, γοργός• ταχύς•торопливый человек βιαστικός άνθρωπος•
-ые шаги γοργά βήματα.
|| εσπευσμένος, επείγων. -
7 беглый
бе́гл||ыйприл1. (убежавший) δραπέτης, φυγάς;2. (быстрый, легкий) ταχύς, γοργός, εὐχερής:\беглыйое чтение ἡ εὐχέρεια στό διάβασμα;3. (поверхностный) βιαστικός, πρόχειρος, σύντομος:\беглыйое замечание ἡ σύντομη παρατήρηση; \беглыйый взгляд ἡ γρήγορη ματιά; ◊ \беглыйый огонь воен. τό πυκνό πῦρ. -
8 поспешный
поспешн||ыйприл1. βιαστικός, ἐσπευ-.,( σμένος·2. (необдуманный) ἀπερίσκε-^ πτος, ἄσκεφτος, ἀστόχαστος. -
9 прискакать
прискакатьсов1. (галопом) φθάνω καλπάζοντας, Ερχομαι καλπάζων2. перен Ιίρχομαι (или φθάνω) βιαστικός. -
10 спешный
спеш||ныйприл βιαστικός, ἐσπευσμένος/ ἐπείγων (срочный). -
11 торопиться
торопить||сяβιάζομαι, ἐπείγομαι:\торопитьсяся на работу βιάζομαι νά πάω στη δουλειά· куда вы торопитесь? γιά ποῦ τόσο βιαστικός;· не торопи́тесЫ μή βιάζεστε! -
12 форсироваиный
форси́рова||иныйприч. и прил βιαστικός, γρήγορος:\форсироваиныйнным маршем μέ σύντονη πορεία. -
13 спешный
[σπιέσνυϊ] εκ. βιαστικός, επείγων -
14 торопиться'абзтаб[таралгтоа/] ρ. βιάζομαι
[ταραπλίβυϊ] εκ. βιαστικόςРусско-греческий новый словарь > торопиться'абзтаб[таралгтоа/] ρ. βιάζομαι
-
15 торопливый
[ταραπλίβυϊ] εκ. βιαστικός -
16 форсированный
[φαρσίραβαννυϊ] εκ. βιαστικός -
17 спешный
[σπιέσνυϊ] επ βιαστικός, επείγων -
18 торопиться'абзтаб[таралгтоа] ρ βιάζομαι
[ταραπλίβυϊ] επ βιαστικόςРусско-эллинский словарь > торопиться'абзтаб[таралгтоа] ρ βιάζομαι
-
19 торопливый
[ταραπλίβυϊ] επ βιαστικός -
20 форсированный
[φαρσίραβαννυϊ] επ βιαστικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βιαστικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. βιαστικά αυτός που σπεύδει, βιάζεται να ενεργήσει: Πες μου γρήγορα τι θέλεις γιατί είμαι πολύ βιαστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιαστικός — forcible masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικός — ή, ό (Μ βιαστικός, ή, όν) [βιάζομαι] καταναγκαστικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. αυτός που γίνεται με βιάση, με σπουδή νεοελλ. εκείνος που επείγει, που πρέπει να γίνει γρήγορα αρχ. ισχυρός, βίαιος … Dictionary of Greek
βιαστικά — βιαστικός forcible neut nom/voc/acc pl βιαστικά̱ , βιαστικός forcible fem nom/voc/acc dual βιαστικά̱ , βιαστικός forcible fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικώτερον — βιαστικός forcible adverbial comp βιαστικός forcible masc acc comp sg βιαστικός forcible neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικόν — βιαστικός forcible masc acc sg βιαστικός forcible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικώτατα — βιαστικός forcible adverbial superl βιαστικός forcible neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικώτατον — βιαστικός forcible masc acc superl sg βιαστικός forcible neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικαῖς — βιαστικός forcible fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικοῦ — βιαστικός forcible masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικωτάτης — βιαστικός forcible fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)